κηρωτόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κηρωτόν

Ουσιαστικό

κηρωτόν και κηρωτή

  1. τσιρότο
  2. αλοιφή από κηρέλαιο, με την οποία αλείφονταν οι παλαιστές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.