catcher
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
catcher
<
catch
+
-er
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈkætʃ.ə(ɹ)
/
Ουσιαστικό
catcher
(en)
αυτός που
πιάνει
κάτι, ο
πιάστης
(
αθλητισμός
)
(
μπέιζμπολ
) ο
παίκτης
με το
γάντι
που πιάνει τις μπαλιές που ρίχνει ο
pitcher
(
αργκό
,
ΗΠΑ
) (
παθητικός
)
ομοφυλόφιλος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.