canarder
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
canarder
<
canard
Ρήμα
canarder
(fr)
(
μεταβατικό
)
(
οικείο
)
πυροβολώ
κάποιον από προστατευμένο μέρος, σαν να επρόκειτο για το
κυνήγι
της
πάπιας
(
αμετάβατο
)
τραγουδώ
ή
αντηχώ
στραβά
(
ναυτικός όρος
)
(
για
πλοίο
)
βουλιάζω
από την
πλώρη
(όπως κάνουν οι πάπιες όταν βάζουν το κεφάλι τους στο νερό)
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
canard
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.