calque
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| calque | calques |
Ουσιαστικό
calque (fr) αρσενικό
- πιστό αντίγραφο ενός σχεδίου, με ξεπατίκωμα
- (συνεκδοχικά) το λαδόχαρτο / ριζόχαρτο / τσιγαρόχαρτο
- μεταφραστικό δάνειο
Συγγενικά
- calque
- calquer
- décalquage
- décalque
- décalquer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.