cache-poussière

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cache-poussière < cacher + poussière

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
cache-poussière cache-poussière
και cache-poussières

cache-poussière (fr) αρσενικό

  1. μακρύ αλλά ελαφρύ ένδυμα που φορούσαν άλλοτε οι οδηγοί αυτοκινήτων για να μην σκονίζονται
  2. (Βέλγιο) μπλούζα που φοράμε όταν κάνουμε βρόμικες εργασίες, για να μη λερώνουμε τα ρούχα μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.