cache-poussière
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| cache-poussière | cache-poussière και cache-poussières |
cache-poussière (fr) αρσενικό
- μακρύ αλλά ελαφρύ ένδυμα που φορούσαν άλλοτε οι οδηγοί αυτοκινήτων για να μην σκονίζονται
- (Βέλγιο) μπλούζα που φοράμε όταν κάνουμε βρόμικες εργασίες, για να μη λερώνουμε τα ρούχα μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.