cache-flamme
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cache-flamme | cache-flammes |
cache-flamme (fr) αρσενικό
- εξάρτημα πυροβόλου όπλου (πιστολιού, κανονιού, κ.α.) που χαμηλώνει τη θερμοκρασία των αερίων και σβήνει τη φωτιά της εκπυρσοκρότησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.