ριπαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριπαίος η ριπαία το ριπαίο
      γενική του ριπαίου της ριπαίας του ριπαίου
    αιτιατική τον ριπαίο τη ριπαία το ριπαίο
     κλητική ριπαίε ριπαία ριπαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριπαίοι οι ριπαίες τα ριπαία
      γενική των ριπαίων των ριπαίων των ριπαίων
    αιτιατική τους ριπαίους τις ριπαίες τα ριπαία
     κλητική ριπαίοι ριπαίες ριπαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ριπαίος < ριπ(ή) + -αίος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈpe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ριπαίος

Επίθετο

ριπαίος, -α, -ο

  1. (μετεωρολογία) χαρακτηρισμός ανέμου με αιφνίδια έναρξη και μικρή χρονική διάρκεια
  2. (επιστήμη υπολογιστών, δίκτυο υπολογιστών) bursty: για διακίνηση (traffic) δεδομένων που παρουσιάζει απότομες διακυμάνσεις και επηρεάζει την απόδοση (performance) ενός δικτύου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.