bump

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bump bumps

bump (en)

  1. η ελαφρά σύγκρουση
  2. η προεξοχή σε μια επιφάνεια
  3. το καρούμπαλο
  4. η φουσκωμένη κοιλιά μιας εγκύου
  5. η προσωρινή αύξηση σε μια ποσότητα καθώς φαίνεται σε ένα γράφημα

Ρήμα

ενεστώτας bump
γ΄ ενικό ενεστώτα bumps
αόριστος bumped
παθητική μετοχή bumped
ενεργητική μετοχή bumping

bump (en)

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.