bump
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bump | bumps |
bump (en)
- η ελαφρά σύγκρουση
- η προεξοχή σε μια επιφάνεια
- το καρούμπαλο
- η φουσκωμένη κοιλιά μιας εγκύου
- η προσωρινή αύξηση σε μια ποσότητα καθώς φαίνεται σε ένα γράφημα
Ρήμα
| ενεστώτας | bump |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bumps |
| αόριστος | bumped |
| παθητική μετοχή | bumped |
| ενεργητική μετοχή | bumping |
bump (en)
- συγκρούομαι τρέχοντας
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.