billon

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
billon billons

Ουσιαστικό

billon (fr) αρσενικό

  1. άλλοτε, χάλκινο κέρμα με ή χωρίς άργυρο
  2. βουναλάκι που σχηματίζεται από το όργωμα από το άροτρο, ανάμεσα σε δύο αυλάκια
     αντώνυμα: sillon

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.