billon
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
billon
billons
Ουσιαστικό
billon
(fr)
αρσενικό
άλλοτε,
χάλκινο
κέρμα
με ή χωρίς
άργυρο
βουναλάκι
που σχηματίζεται από το
όργωμα
από το
άροτρο
, ανάμεσα σε δύο
αυλάκια
≠
αντώνυμα
:
sillon
Συγγενικά
billonnage
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.