baragouiner
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ʁa.ɡwi.ne/
Ρήμα
baragouiner (fr)
- (μεταβατικό) (οικείο) μιλώ μια στοιχειώδη γλώσσα, όντας αρχάριος στην εκμάθησή της
- (αμετάβατο) μιλώ στραβά, τραυλίζω, μιλώ ακαταλαβίστικα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη baragouin
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.