baragouiner

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.ʁa.ɡwi.ne/

Ρήμα

baragouiner (fr)

  1. (μεταβατικό) (οικείο) μιλώ μια στοιχειώδη γλώσσα, όντας αρχάριος στην εκμάθησή της
  2. (αμετάβατο) μιλώ στραβά, τραυλίζω, μιλώ ακαταλαβίστικα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.