banal
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- banal < bannel < ban
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.nal/
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | banal | banals |
| θηλυκό | banale | banales |
banal (fr)
- (ιστορία) που ανήκει στο ban, την περιοχή ενός ηγεμόνα, ενός φεουδάρχη
- κοινότυπος, κοινότοπος, χωρίς πρωτοτυπία, μπανάλ
Σημειώσεις
: Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαδοχικές έννοιες της λέξης:
- Από «κάτι σχετικό με την περιοχή ενός φεουδάρχη» (αρχαία γαλλική),
- σε «κάτι που δίνει τα σχετικά δικαιώματα (του φέουδου)» (αρχαία γαλλική),
- σε «κάτι που βρίσκεται στη διάθεση οποιουδήποτε» (17°),
- σε «κάτι κοινότυπο, χωρίς πρωτοτυπία» (18°).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.