banal

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

banal < bannel < ban

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.nal/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό banal banals
θηλυκό banale banales

banal (fr)

  1. (ιστορία) που ανήκει στο ban, την περιοχή ενός ηγεμόνα, ενός φεουδάρχη
  2. κοινότυπος, κοινότοπος, χωρίς πρωτοτυπία, μπανάλ

Σημειώσεις

: Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαδοχικές έννοιες της λέξης:

  1. Από «κάτι σχετικό με την περιοχή ενός φεουδάρχη» (αρχαία γαλλική),
  2. σε «κάτι που δίνει τα σχετικά δικαιώματα (του φέουδου)» (αρχαία γαλλική),
  3. σε «κάτι που βρίσκεται στη διάθεση οποιουδήποτε» (17°),
  4. σε «κάτι κοινότυπο, χωρίς πρωτοτυπία» (18°).

Συγγενικά



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίθετο

banal (de)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.