banalité

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

banalité < banal

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.na.li.te/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
banalité banalités

banalité (fr) θηλυκό

  1. (ιστορία) υποχρέωση που είχαν τα άτομα μιας ηγεμονίας να χρησιμοποιούν τον φούρνο πληρώνοντας ένα ορισμένο χρηματικό ποσό
  2. η κοινοτοπία, η κοινοτυπία
     αντώνυμα: nouveauté, originalité

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.