autobus

Αλβανικά (sq)

Ετυμολογία

autobus < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

autobus (sq)

  1. λεωφορείο



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
autobus autobus

autobus (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

autobus (it)



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

autobus (hr)

  1. το λεωφορείο



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

autobus (nl)

  1. το λεωφορείο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /awˈtɔbus/
 

Ουσιαστικό

autobus (pl) αρσενικό

  1. λεωφορείο

Συγγενικά



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

autobus (ro)

  1. το λεωφορείο



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

autobus (sr)



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

autobus (sk) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

  • autobusový



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

autobus (cs) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

  • autobusový
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.