auditeur
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.di.tœːʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | auditeur | auditeurs |
| θηλυκό | auditrice | auditrices |
auditeur (fr) αρσενικό
- ο ακροατής
- ο ελεγκτής (σε βιομηχανία, λογιστικό γραφείο, συμβούλιο της επικρατείας, κ.α.)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.