attentat
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- attentat < λατινική attentatum
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| attentat | attentats |
attentat (fr) αρσενικό
- επίθεση εναντίον ενός ατόμου
- προσβολή κάποιας ηθικής αξίας
- τρομοκρατική απόπειρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.