amusette
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| amusette | amusettes |
Ουσιαστικό
amusette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ελαφρά διασκέδαση
- (Βέλγιο) (οικείο) άνθρωπος αφηρημένος, που διασκεδάζει με το παραμικρό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη amuser
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.