adoucissement

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
adoucissement adoucissements

Ουσιαστικό

adoucissement (fr) αρσενικό

  1. η μείωση της έντασης μιας δυσάρεστης κατάστασης ώστε να γίνει πιο υποφερτή
  2. η ανακούφιση, η καταπράυνση
  3. το μαλάκωμα (του νερού)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη adoucir
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.