Schein

Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

Schein (de) αρσενικό

  1. φεγγοβόλημα, λάμψη
  2. πιστοποιητικό, άδεια
  3. χαρτονόμισμα

Σύνθετα



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Schein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Schein αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Σλοβενικά (sl)

Ετυμολογία

Schein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Schein αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Schein < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Schein αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.