Pfeffer
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Pfeffer | — | |
| γενική | des | Pfeffers | — | |
| δοτική | dem | Pfeffer | — | |
| αιτιατική | den | Pfeffer | — | |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpfɛfɐ/
- ⓘ
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Pfeffer < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Pfeffer < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Pfeffer < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Pfeffer < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.