Oma
Γερμανικά (de)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | die Oma | die Omas |
| γενική | der Oma | der Omas |
| δοτική | der Oma | den Omas |
| αιτιατική | die Oma | die Omas |
Ετυμολογία
- Oma < περικοπή του Großmama [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈoːma/
- ⓘ
Ουσιαστικό
Oma (de) θηλυκό
- (οικογένεια, οικείο, ειδικά στη γλώσσα των παιδιών) η γιαγιά
- (προφορικό) ηλικιωμένη γυναίκα
Αναφορές
- Oma - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Oma < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Oma < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Oma < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.