MSI
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- MSI < Medium Scale Integration
- MSI < Microsoft Installer
Συντομομορφή
MSI (en) αρκτικόλεξο
- (ηλεκτρονική) ολοκλήρωση μεσαίας κλίμακας: μερικές εκατοντάδες (100-3000) κρυσταλλοτρίοδοι ανά ολοκληρωμένο κύκλωμα.
- (λογισμικό) πρόγραμμα, διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών (API) των Microsoft Windows που χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση, συντήρηση και αφαίρεση λογισμικού
-
MSI στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.