ολοκληρωμένο κύκλωμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολοκληρωμένο κύκλωμα → δείτε τις λέξεις ολοκληρωμένος και κύκλωμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική integrated circuit
Πολυλεκτικός όρος
ολοκληρωμένο κύκλωμα ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα που εκτελεί μία ή περισσότερες λειτουργίες και περιέχει διάφορα εξαρτήματα σε περιορισμένο χώρο, επιτρέποντας έτσι την εύκολη χρήση του
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολοκληρωμένο κύκλωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.