Lima
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Lima < (άμεσο δάνειο) ισπανική Lima < κέτσουα Rimak
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈliːmə/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Li‐ma
Κύριο όνομα
Lima (en)
- (πρωτεύουσα) η Λίμα
- (πόλη) πόλη στο Οχάιο
- το γράμμα L στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Αλβανικά (sq)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Lima < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.