Kyriakou
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία 1
- Kyriakou < (μεταγραφή) νέα ελληνική Κυριακού (Kyriakoú)
Μεταγραφή
Kyriakou
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), το ελληνικό, κοινού γένους, επώνυμο Κυριακού στις γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο
Ετυμολογία 2
- Kyriakou < (μεταγραφή) νέα ελληνική Κυριακού (Kyriakoú)
Μεταγραφή
Kyriakou
- γυναικείο επώνυμο, τo ελληνικό γυναικείο επώνυμο Κυριακού στις γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.