Κυριακού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κυριακού < γενική ενικού του αρσενικού Κυριακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ciɾ.ʝaˈku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυριακού

Κύριο όνομα

Κυριακού άκλιτο

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο),
  2. γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κυριακός

Μεταγραφές


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Κυριακού αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.