Candia
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Candia < βενετική Candica / Candiga με προσαρμογή στα ιταλικά < μεσαιωνική ελληνική Χάνδαξ / Χάνδακας με παρετυμολγική σύνδεση προς το candida, θηλυκό του candido (λευκός, όμορφος) [1] , αραβική خَنْدَق (khandaq, τάφρος) < ιρανικής προέλευσης
Κύριο όνομα
Candia (it) θηλυκό
Αναφορές
- CANDIA, Enciclopedia Italiana (1930) @treccani.it
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Candia < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.