Χάνδαξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ο στόλος των Σαρακηνών πλέει κατά της Κρήτης. Μικρογραφία στο χειρόγραφο Madrid Skylitzes του 13ου αιώνα, Ιωάννη Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν (10ος αιώνας), κεφάλαιο 3ο (Fol. 38v).

Ετυμολογία

Χάνδαξ < (άμεσο δάνειο) αραβική خَنْدَق (khandaq, οχυρωματική τάφρος) ως ονομασία της πόλης (μετά το 820) < ιρανικής προέλευσης

Κύριο όνομα

Χάνδαξ αρσενικό

  • πόλη της Κρήτης: ο Χάνδακας, το Ηράκλειο, ονομασία της πόλης μετά την κατάκτησή της τη δεκαετία του 820 από εξόριστους Άραβες της Ανδαλουσίας
      10ος αίώνας Ιωσήφ Γενέσιος, Βασιλεῖαι, Βιβλίο 2ο, E. σελ.47@archive.org, CSHB, 12.2., Genesius ex recognitione C. Lachmanni. 1834.
    καὶ ἀπήνεγκεν αὐτοὺς εἰς τόπον καλούμενον Χάνδακα, ἐν ᾧ ἡ πόλις τούτων καθίδρυται· καὶ τούτην πέριξ ἐτάφρωσαν

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

  • Χαντακηνός
  •  δείτε τη λέξη χάνδαξ

Μεταγραφές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.