CPT
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
CPT συντομογραφία
- (στρατιωτικός βαθμός, ΗΠΑ) σύντμηση αντίστοιχη του Λγός στον αμερικανικό στρατό ξηράς (United States Army)
Συντομομορφή
CPT αρκτικόλεξο
- (οικονομία, εμπόριο, μεταφορές) μεταφορικά πληρωμένα, ή καταβληθείς ναύλος, μέχρι (κάπου, κάποιον τόπο)
- CFR
- CIF
- CIP
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.