Capt
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
Capt συντομογραφία
- (στρατιωτικός βαθμός, ΗΠΑ) σύντμηση αντίστοιχη του:
- Λγός στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ (USMC)
- Σγός της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας (USAF)
- CPT
-
Captain (United States O-3) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.