Alman
Αλβανικά (sq)
Ετυμολογία
- Alman < → λείπει η ετυμολογία
Τουρκικά (tr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɑɫˈmɑn/
Ουσιαστικό
Alman (tr)
- (εθνικό όνομα) ο Γερμανός, η Γερμανίδα
- γερμανικός (δεν είναι επίθετο στην τουρκική γλώσσα)
- Alman dili - η γερμανική γλώσσα
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Alman < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Alman < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.