-ιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ιάρα οι -ιάρες
      γενική της -ιάρας
    αιτιατική τη(ν) -ιάρα τις -ιάρες
     κλητική -ιάρα -ιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ιάρα < μεσαιωνικό επίθημα

Επίθημα

-ιάρα

  • επίθημα θηλυκών σε ορισμένα επίθετα και ουσιαστικά σε -ιάρης

-ιάρης
-ιάρικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.