Ῥωμύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ῥωμύλος | οἱ | Ῥωμύλοι | ||||
| γενική | τοῦ | Ῥωμύλου | τῶν | Ῥωμύλων | ||||
| δοτική | τῷ | Ῥωμύλῳ | τοῖς | Ῥωμύλοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ῥωμύλον | τοὺς | Ῥωμύλους | ||||
| κλητική ὦ! | Ῥωμύλε | Ῥωμύλοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ῥωμύλω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ῥωμύλοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ῥωμύλος (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική Romulus
Κύριο όνομα
Ῥωμύλος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα, ο Ρωμύλος (ρωμαϊκή μυθολογία)
- ※ ⌘ Λεξικό Σούδα, 4, γράμμα Ρ, 250 @scaife.perseus [γραφή με μηνοειδές σίγμα]
- Ῥῶμοϲ καὶ Ῥωμύλοϲ: ὀνόματα κύρια.
- ibid 4, II, 49 @scaife.perseus
- 49 Παλλάντιον· ὁ Ῥωμύλοϲ μετὰ τὸ καταϲτῆϲαι τὰ πολιτικὰ ἀνενέωϲε καὶ τὸ καλούμενον ἀπὸ Πάλλαντοϲ Παλλάντιον, τὸν βαϲιλικὸν οἶκον.
- ※ ⌘ Λεξικό Σούδα, 4, γράμμα Ρ, 250 @scaife.perseus [γραφή με μηνοειδές σίγμα]
- τίτλος έργου του ⌘ Πλουτάρχου στο έργο Βίοι Παράλληλοι,
- Ῥωμύλος @archive (Έκδοση: Cambridge, Mass.: Harvard University Press; London, W. Heinemann. Μετάφραση αγγλικά: Perrin, Bernadotte)
- Ῥέμος, Ῥῶμος (αδελφός του Ρωμύλου)
-
Ρωμύλος και Ρώμος στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ῥωμύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ῥωμύλος@scaife.perseus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.