Ῥέα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
Ῥέα
<
ῥέω
ή
ἔρα
(γη) με μετάθεση του
ρ
ή
εὐρύς
και εὐρεῖα
Κύριο όνομα
Ῥέα
θηλυκό
(γενική: Ῥείας και Ῥείης) ( &
Ῥείη
&
Ῥῆ
&
Ῥέη
)
γυναικείο
όνομα
(
ελληνική μυθολογία
)
κόρη του
Ουρανού
και της
Γαίας
, σύζυγος του
Κρόνου
, μητέρα του
Δία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.