ὦτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ὦτος -ου αρσενικό ( & ὠτός-οῦ )
- κουκουβάγια με μακρουλά αυτιά, στα οποία έφερε πτερύγια, μπούφος, νυχτοκόρακας
- φησίν ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ δ' ὦτος, ὅμοιος ταῑς γλαυξί, καὶ περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων
- ανόητος άνθρωπος, ο εύπιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.