ὠτώεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὠτώεις < οὐατόεις, λέξη που υποθετικά υπήρξε και που δεν βρίσκεται όμως σε γραπτές πηγές < οὖς
Επίθετο
ὠτώεις, ὠτώεσσα, ὠτῶεν
- με αυτιά ή χειρολαβές, όπως ο τρίποδας
- ...ἔνθα μέ φημι ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ᾽ ὠτώεντα. (Ησίοδος)
Συγγενικά
- ὠτίς ( ο αγριόγαλος)
- ὦτος (είδος κουκουβάγιας, ο μπούφος, αλλά και ο βλάκας)
- Ὦτος, γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.