νυχτοκόρακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυχτοκόρακας οι νυχτοκόρακες
      γενική του νυχτοκόρακα των νυχτοκοράκων
    αιτιατική τον νυχτοκόρακα τους νυχτοκόρακες
     κλητική νυχτοκόρακα νυχτοκόρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας νυχτοκόρακας

Ετυμολογία

νυχτοκόρακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νυκτοκόρακας < νυκτοκόραξ < αρχαία ελληνική νυκτικόραξ.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε νυχτο- + κόρακας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.xtoˈko.ɾa.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυχτοκόρακας

Ουσιαστικό

νυχτοκόρακας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.