νυχτοκόρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νυχτοκόρακας | οι | νυχτοκόρακες |
| γενική | του | νυχτοκόρακα | των | νυχτοκοράκων |
| αιτιατική | τον | νυχτοκόρακα | τους | νυχτοκόρακες |
| κλητική | νυχτοκόρακα | νυχτοκόρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας νυχτοκόρακας
Ετυμολογία
- νυχτοκόρακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νυκτοκόρακας < νυκτοκόραξ < αρχαία ελληνική νυκτικόραξ.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε νυχτο- + κόρακας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.xtoˈko.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυ‐χτο‐κό‐ρα‐κας
Ουσιαστικό
νυχτοκόρακας αρσενικό
- (πτηνό) νυκτόβιο πτηνό το οποίο μοιάζει με κόρακα
- ταξινομικός όρος: Nycticorax nycticorax, Linnaeus 1758
Μεταφράσεις
νυχτοκόρακας
|
|
Αναφορές
- νυχτοκόρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.