ὠτίς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ὠτίς
<
οὖς
Ουσιαστικό
ὠτίς
-ίδος
θηλυκό
είδος πτηνού σαν
χήνα
, ο
αγριόγαλος
Συγγενικά
ὦτος
και
ὠτός
ὠτώεις
, ὠτώεσσα, ὠτῶεν (με αυτιά ή με
λαβές
σαν τον
τρίποδα
Ὦτος
,
γίγαντας
, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.