ὠκύμολος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὠκύμολος τὸ ὠκύμολον
      γενική τοῦ/τῆς ὠκυμόλου τοῦ ὠκυμόλου
      δοτική τῷ/τῇ ὠκυμόλ τῷ ὠκυμόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠκύμολον τὸ ὠκύμολον
     κλητική ! ὠκύμολε ὠκύμολον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠκύμολοι τὰ ὠκύμολ
      γενική τῶν ὠκυμόλων τῶν ὠκυμόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠκυμόλοις τοῖς ὠκυμόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠκυμόλους τὰ ὠκύμολ
     κλητική ! ὠκύμολοι ὠκύμολ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠκυμόλω τὼ ὠκυμόλω
      γεν-δοτ τοῖν ὠκυμόλοιν τοῖν ὠκυμόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ὠκύμολος < ὠκύ(ς) + -μολος < ἔμολον (αορ. του βλώσκω)

Επίθετο

ὠκύμολος -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.