ὑμνολόγια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | ὑμνολόγιᾰ |
| γενική | τῶν | ὑμνολογίων |
| δοτική | τοῖς | ὑμνολογίοις |
| αιτιατική | τὰ | ὑμνολόγιᾰ |
| κλητική ὦ! | ὑμνολόγιᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- ὑμνολόγια < ὑμνολογ(έω) + -ιον, πληθυντικός -ια
Ουσιαστικό
ὑμνολόγια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή , θρησκεία) οι εορταστικές εκδηλώσεις των Καρμενταλίων
- λατινικά: Carmentalia (la)
-
Carmentalia στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- ὑμνολόγια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.