ὕφαλμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὕφαλμος | τὸ | ὕφαλμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑφάλμου | τοῦ | ὑφάλμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑφάλμῳ | τῷ | ὑφάλμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὕφαλμον | τὸ | ὕφαλμον | ||
| κλητική ὦ! | ὕφαλμε | ὕφαλμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὕφαλμοι | τὰ | ὕφαλμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὑφάλμων | τῶν | ὑφάλμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑφάλμοις | τοῖς | ὑφάλμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑφάλμους | τὰ | ὕφαλμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὕφαλμοι | ὕφαλμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑφάλμω | τὼ | ὑφάλμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑφάλμοιν | τοῖν | ὑφάλμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὕφαλμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὕφ- (ὑπό) + ἅλμ(η) + -ος
Επίθετο
ὕφαλμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- λίγο αλμυρός
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 136.1 @scaife.perseus
- φύεται ἐν ὑφάμμοις τόποις καὶ εὐηλίοις, γευομένῳ ὕφαλμος.
- ≈ συνώνυμα: ὑφάλμυρος
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 136.1 @scaife.perseus
Πηγές
- ὕφαλμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.