ὑστεροφημία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑστεροφημίᾱ | αἱ | ὑστεροφημίαι |
| γενική | τῆς | ὑστεροφημίᾱς | τῶν | ὑστεροφημιῶν |
| δοτική | τῇ | ὑστεροφημίᾳ | ταῖς | ὑστεροφημίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὑστεροφημίᾱν | τὰς | ὑστεροφημίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὑστεροφημίᾱ | ὑστεροφημίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑστεροφημίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑστεροφημίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὑστεροφημία < ὑστερο- + αρχαία ελληνική φήμ(η) + -ία [1]
Αναφορές
- υστεροφημία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὑστεροφημία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.