ὑποκορισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ὑποκορισμός οι ὑποκορισμοί
      γενική του ὑποκορισμού των ὑποκορισμών
    αιτιατική τον ὑποκορισμό τους ὑποκορισμούς
     κλητική ὑποκορισμέ ὑποκορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

?

Ουσιαστικό

ὑποκορισμός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.