ὑπαπαντή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπαπαντή αἱ ὑπαπανταί
      γενική τῆς ὑπαπαντῆς τῶν ὑπαπαντῶν
      δοτική τῇ ὑπαπαντ ταῖς ὑπαπανταῖς
    αιτιατική τὴν ὑπαπαντήν τὰς ὑπαπαντᾱ́ς
     κλητική ! ὑπαπαντή ὑπαπανταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπαπαντᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὑπαπανταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπαπαντή < ὑπαπαντάω < ὑπό + ἀπαντάω

Ουσιαστικό

ὑπαπαντή

  1. ((ελληνιστική κοινή)) προϋπάντηση
  2. (μεσαιωνική ελληνική) Υπαπαντή

Συνώνυμα

  • ὑπαπάντη
  • ὑπάντησις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.