ὑπέρθυρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπέρθυρον τὰ ὑπέρθυρ
      γενική τοῦ ὑπερθύρου τῶν ὑπερθύρων
      δοτική τῷ ὑπερθύρ τοῖς ὑπερθύροις
    αιτιατική τὸ ὑπέρθυρον τὰ ὑπέρθυρ
     κλητική ! ὑπέρθυρον ὑπέρθυρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπερθύρω
γεν-δοτ τοῖν  ὑπερθύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπέρθυρον < ὑπέρθυρος < ὑπέρ + θύρα

Ουσιαστικό

ὑπέρθυρον ουδέτερο

  • αυτό που βρίσκεται πάνω από τη θύρα

Συνώνυμα

  • ὑπερθύριον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.