ἀρχιδάτος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρχιδάτος < ἀρχίδ(ι) + -άτος

Επίθετο

ἀρχιδάτος

  • νέα ελληνικά: αρχιδάτος (και κυριολεκτικά: ο μη ευνουχισμένος)
    και γραφή καθαρεύουσας με περισπωμένη κατά την αρχαία κατάληξη -ᾶτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.