ὀργήν χαλῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Έκφραση
ὀργὴν χαλῶ
- μετριάζω τον θυμό μου, ηρεμώ, χαλαρώνω, κάνω πέρα την οργή, παραβλέπω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 727 (726-727)
- σὺ γὰρ οὖν νῦν μοι νικᾶν πολλῷ δεδόκησαι· | ὥστ᾽ ἤδη τὴν ὀργὴν χαλάσας τοὺς σκίπωνας καταβάλλω.
- Νά, τώρα κι εγώ λέω πως είναι μαζί σου το δίκιο· | την οργή μου μαϊνάρω απ᾽ αυτή τη στιγμή και πετώ καταγής το ραβδί μου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- σὺ γὰρ οὖν νῦν μοι νικᾶν πολλῷ δεδόκησαι· | ὥστ᾽ ἤδη τὴν ὀργὴν χαλάσας τοὺς σκίπωνας καταβάλλω.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 727 (726-727)
Συνώνυμα
- νέα ελληνικά: ας το πάρει το ποτάμι
Πηγές
- ὀργή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.