ἰσχυρός
Νέα ελληνικά (el)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἰσχυρός < αρχαία ελληνική ἰσχυρός
Επίθετο
ἰσχυρός,-ά, -όν
- ἐν χωρίῳ ὀχύρωμα ἰσχυρὸν ἔχοντι, φρουρὰν ἐνταῦθα λόγου ἀξίαν ἐλίποντο (δεν είχαν ούτε οχύρωμα ισχυρό και <επιπλέον> δεν διέθεταν αξιόλογη φρουρά) (Προκόπιος, "Υπέρ των Πολέμων" Λόγος Πέμπτος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἰσχυρός < ἰσχύς
Επίθετο
ἰσχυρός,-ά,όν
- ισχυρός, δυνατός, κραταιός, σθεναρός, μεγάλος, άξιος λόγου
- ἄνευ γὰρ ἀναγκαίης ἰσχυρῆς συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν. (γιατί δίχως εξαιετικά ισχυρούς δεσμούς, οι συνθήκες δεν θα διατηρούνταν σε ισχύ)
- ἰσχυρόν βέλος, ἰσχυρά ῥεύματα
- εκείνοι που έχουν εξουσία ή χρήματα
- οἱ ἰσχυροί ἐν ταῖς πόλεσιν
- βαρύς
- ἰσχυρόν νόσημα
- σκληρός, αυστηρός, υπερβολικός, σφοδρός
- Μαρδονίου δὲ ἰσχυροτέρη τε καὶ ἀγνωμονεστέρη καὶ οὐδαμῶς συγγινωσκομένη (του Μαρδόνιου η γνώμη όμως ήταν πιο σφοδρή και ασυγκράτητη και δεν οδηγούσε διόλου σε συμβιβασμό)
- αἱ λίαν ἰσχυραί τιμωρίαι
Συγγενικά
- ἰσχυρῶς (πολύ, καθ υπερβολή, με όλες τις δυνάμεις),
- ἰσχύω
- ἰσχυρίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.