ἰσχυρός

Νέα ελληνικά (el)

Επίθετο

ἰσχυρός



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἰσχυρός < αρχαία ελληνική ἰσχυρός

Επίθετο

ἰσχυρός,-ά, -όν

  • ἐν χωρίῳ ὀχύρωμα ἰσχυρὸν ἔχοντι, φρουρὰν ἐνταῦθα λόγου ἀξίαν ἐλίποντο (δεν είχαν ούτε οχύρωμα ισχυρό και <επιπλέον> δεν διέθεταν αξιόλογη φρουρά) (Προκόπιος, "Υπέρ των Πολέμων" Λόγος Πέμπτος)

Συγγενικά


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἰσχυρός < ἰσχύς

Επίθετο

ἰσχυρός,-ά,όν

  1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός, σθεναρός, μεγάλος, άξιος λόγου
    • ἄνευ γὰρ ἀναγκαίης ἰσχυρῆς συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν. (γιατί δίχως εξαιετικά ισχυρούς δεσμούς, οι συνθήκες δεν θα διατηρούνταν σε ισχύ)
    • ἰσχυρόν βέλος, ἰσχυρά ῥεύματα
  2. εκείνοι που έχουν εξουσία ή χρήματα
    • οἱ ἰσχυροί ἐν ταῖς πόλεσιν
  3. βαρύς
    • ἰσχυρόν νόσημα
  4. σκληρός, αυστηρός, υπερβολικός, σφοδρός
    • Μαρδονίου δὲ ἰσχυροτέρη τε καὶ ἀγνωμονεστέρη καὶ οὐδαμῶς συγγινωσκομένη (του Μαρδόνιου η γνώμη όμως ήταν πιο σφοδρή και ασυγκράτητη και δεν οδηγούσε διόλου σε συμβιβασμό)
    • αἱ λίαν ἰσχυραί τιμωρίαι

Συγγενικά

  • ἰσχυρῶς (πολύ, καθ υπερβολή, με όλες τις δυνάμεις),
  • ἰσχύω
  • ἰσχυρίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.