ἡμίξηρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἡμίξηρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμίξηρος. Μορφολογικά αναλύεται σε ἡμί- + ξηρός
Πηγές
- ημίξηρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡμίξηρος | τὸ | ἡμίξηρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἡμιξήρου | τοῦ | ἡμιξήρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἡμιξήρῳ | τῷ | ἡμιξήρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡμίξηρον | τὸ | ἡμίξηρον | ||
| κλητική ὦ! | ἡμίξηρε | ἡμίξηρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡμίξηροι | τὰ | ἡμίξηρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἡμιξήρων | τῶν | ἡμιξήρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡμιξήροις | τοῖς | ἡμιξήροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡμιξήρους | τὰ | ἡμίξηρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἡμίξηροι | ἡμίξηρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμιξήρω | τὼ | ἡμιξήρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡμιξήροιν | τοῖν | ἡμιξήροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ἡμίξηρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμίξηρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.