ἡλικιώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡλικιώτης οἱ ἡλικιῶται
      γενική τοῦ ἡλικιώτου τῶν ἡλικιωτῶν
      δοτική τῷ ἡλικιώτ τοῖς ἡλικιώταις
    αιτιατική τὸν ἡλικιώτην τοὺς ἡλικιώτᾱς
     κλητική ! ἡλικιῶτ ἡλικιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡλικιώτ
γεν-δοτ τοῖν  ἡλικιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡλικιώτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἡλικιώτης, -ου αρσενικό, (θηλυκό ἡλικιῶτις)

  • συνομήλικος, σύγχρονος με κάποιον
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 33d-33e
    πρῶτον μὲν Κρίτων οὑτοσί, ἐμὸς ἡλικιώτης καὶ δημότης,
    πρώτα ο Κρίτων αυτός εδώ, συνομήλικος και συνδημότης μου,
    Μετάφραση (1923): Παύλος Νιρβάνας. Αθήνα: Ελευθερουδάκης @greeklanguage.gr
      1ος/2ος κε αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 4.13.3
    Τοῦτον τὸν Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου, ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα, ὅτι οὐ βιωτόν οἵ ἐστι μὴ τιμωρησαμένῳ Ἀλέξανδρον τῆς ὕβρεως,
    Ο Ερμόλαος αυτός στενοχωρήθηκε για την προσβολή και είπε στον Σώστρατο, τον γιο του Αμύντα, που ήταν συνομήλικος και εραστής του, ότι δεν άξιζε πλέον να ζει, αν δεν εκδικηθεί τον Αλέξανδρο για την προσβολή.
    Μετάφραση (1998), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greeklanguage.gr

  • κρητικός τύπος: ϝαλικιώτας
  • δωρικός τύπος: ἁλικιώτας

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.