Ἔρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Ἑριδ-
ονομαστική Ἔρις
      γενική τῆς Ἔριδος
      δοτική τῇ Ἔριδ
    αιτιατική τὴν Ἔριν
& Ἔριδα
     κλητική ! Ἔρι
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἔρις < ἔρις

Κύριο όνομα

Ἔρις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.