Ἔρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Ἑριδ- | ||||
| ονομαστική | ἡ | Ἔρις | ||
| γενική | τῆς | Ἔριδος | ||
| δοτική | τῇ | Ἔριδῐ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἔριν & Ἔριδα | ||
| κλητική ὦ! | Ἔρι | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἔρις < ἔρις
Κύριο όνομα
Ἔρις, -ιδος θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) η θεά της έριδος, της διαμάχης και της φιλονικίας
- ↪ Ἔρις κρατερή (πανίσχυρη Έριδα)
Πηγές
- Ἔρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.